Για την ορθότητα της σκέψης περί κατανόησης ή αντίληψης των εναλλακτικών αντιλήψεων των μαθητών για την ορθογραφία των λέξεων απαιτείται βιβλιογραφική αναδίφηση αποτύπωσης της κατάκτησης της ικανότητας γραφής και ανάγνωσης, και γενικά στην παραγωγή του στοχευόμενου και επιδιωκόμενου επικοινωνιακού λόγου. Βασικό ρόλο στην παραγωγή του λόγου φαίνεται να έχουν κυρίως οι αυτορυθμιστικοί μηχανισμοί που αναπτύσσει το άτομο, όπως: - προγραμματισμός, - έλεγχος, - αξιολόγηση και - επιθεώρηση. Όλοι αυτοί αποτελούν υπορουτίνες διαδικασιών ώστε να υπάρξει αποτελεσματική παραγωγή του γραπτού λόγου. Συγκεκριμένα μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση ατομικών προγραμματικών διαδικασιών που στόχο έχουν το γράψιμο (Scardamalia & Bereiter, 1985, όπ. αναφ. στο Graham et. al., 2000)) ή και διαμορφώνουν τις συνθήκες που οδηγούν σε στρατηγικές ρύθμισης της συγγραφικής προσπάθειας και αποτελεσματικότητας (Scardamalia @ Bereiter, 1985 ‘ Zimmerman @ Riesemberg, 1997, όπ. αναφ. στο Graham et. al., 2000). Σύμφωνα με Zimmerman @ Riesemberg (1997, όπ. αναφ. στο Graham et. al., 2000), κάθε μορφή αυτορυθμιστικής λειτουργίας χρησιμοποιεί τρεις γενικές κατηγορίες διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για να ασκήσουν τον έλεγχο και να παραχθεί ο γραπτός λόγος. Αυτές αναφέρονται κατά σειρά στο φυσικό και κοινωνικό πλαίσιο που παράγεται, (περιβάλλον), στους κανονισμούς που απαιτεί η μορφολογία του αλφαβητικού συστήματος (συμπεριφορά) και τρίτον στο γνωστικό και συναισθηματικό χώρο που αναπτύσσεται. Ως διαδικασίες αλληλεπιδρούν αμοιβαία, λειτουργώντας ως ανατροφοδοτικός μηχανισμός ελέγχου της συγγραφής. Συνδέονται με τις κύριες ικανότητες του ατόμου να προγραμματίσει και να ολοκληρώσει επιτυχώς την παραγωγή του γραπτού λόγου και είναι λογικό οι πιο έμπειροι συγγραφείς να έχουν αναπτύξει μεγαλύτερο και καίριο βαθμό αυτορυθμιστικών μηχανισμών γραφής. Η κατάκτηση της ικανότητας παραγωγής γραπτού λόγου και αποκωδικοποίησης του γραπτού λόγου –ανάγνωση- είναι ευθεία συνέπεια δύο επίκτητων φαινομένων-ικανοτήτων που πρώτιστα θα πρέπει να κατακτηθεί από το παιδί: Η φωνολογική ενημερότητα και ο γραμματισμός (Παντελιάδου, 2000). Η φωνολογική ενημερότητα και ο αναδυόμενος γραμματισμός αναπτύσσονται παραλλήλως και στο ανάλογο των ικανοτήτων ανάγνωσης και γραφής, και γι’ αυτό τίθεται εξ’ αρχής προβληματισμός διάκρισής τους και διακριτικότητάς τους. Παρ’ όλα αυτά είναι δυο σαφείς διαδικασίες που ενώ αναφέρονται, κατά περίπτωση συγγραφέα, διαφορετικά ως «κλίμα γραμματισμού», «αναδυόμενος γραμματισμός», «φωνολογική ενημερότητα», δημιουργούν την αίσθηση του ίδιου χώρου, που τελικά αναδυόμενος γραμματισμός και φωνολογική ενημερότητα επιτυγχάνονται καλύτερα στο περιβάλλον που επικρατεί κλίμα γραμματισμού. Έτσι, παιδιά που δεν μπορούν να υπερβούν ανάλογες δυσκολίες ή δε βιώνουν σ’ ανάλογα απαιτούμενο περιβάλλον να έχουν πολλές πιθανότητες εμφάνισης μαθησιακών δυσκολιών. Για την ανάγνωση των λέξεων, όπως προκύπτει από τις έρευνες ( Chard, Pikulski και Templeton, 2000), δε γίνεται μέσω της απομνημόνευσης της εικόνας τους, αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε συντριπτικές διαστάσεις της ανθρώπινης μνήμης. Στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης αναγνωστικής ικανότητας παρατηρείται μόνο η αναγνώριση – αποκωδικοποίηση των γραμμάτων και συνακόλουθα επιτυγχάνεται η ανάγνωση των λέξεων. Το στάδιο αυτό λέγεται της διαδοχικής αποκωδικοποίησης. Στην επόμενη και αναπτυγμένη φάση έχουμε εκμάθηση των λέξεων από τον αναγνώστη, αυτόματη αναγνώρισή της χωρίς να τραβάται η προσοχή στις μεμονωμένες συνδέσεις γράμματος με τον ήχο, άμεση πρόσβαση στην έννοια της λέξης, της θέσης της στην πρόταση και της προφοράς της. Φαίνεται, όμως, ότι η φωνημική επίγνωση, περισσότερο συνδεδεμένη με την ανάδυση της αναγνωστικής ικανότητας, δεν εισχωρεί και στα της εξήγησης της ορθογραφικής ικανότητας. Για την εξήγηση αυτής της ικανότητας το ενδιαφέρον στρέφεται περισσότερο στη μορφολογική επίγνωση, αν και η τελευταία σύμφωνα με διάφορες έρευνες δε δείχνει ξεκάθαρη σχέση με την αναγνωστική ικανότητα. (Μανωλίτσης, 2006). Έτσι στη μορφογραφική και ορθογραφική ανάγνωση και γραφή της λέξης ο χώρος αφήνεται περισσότερο στη μορφολογική επίγνωση και για ανάλογες ικανότητες της σύνταξης, στη συντακτική επίγνωση. Βέβαια η μορφολογική επίγνωση, όπως αναφέρεται στο Μανωλίτση (2006), φαίνεται να κρίνεται σημαντικά στα πρώιμα στάδια της αναγνωστικής ικανότητας, όμως περαιτέρω παιδαγωγικές έρευνες θα δείξουν τη σχέση μορφολογικής επίγνωσης και ορθογραφικής επεξεργασίας ανεξάρτητα από τις φωνολογικές δεξιότητες.